κορυφουμένου

κορυφουμένου
κορυφόω
bring to a head
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”